- πολυθεϊστής
- ο , πολυθεΐστρια η сторонник, -ца политеизма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυθεϊστής — ο, θηλ. πολυθεΐστρια, η, Ν αυτός που πιστεύει σε περισσότερους από έναν θεούς, οπαδός τού πολυθεϊσμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polytheiste (βλ. πολυθεϊσμός). Η λ. στον πληθ., οἱ πολυθεϊσταί, μαρτυρείται από το 1871 στον Ιωάννη Ν.… … Dictionary of Greek
πολυθεΐστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που πιστεύει σε πολλούς θεούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυθεϊστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολυθεϊσμό. επίρρ... πολυθεϊστικά, Ν κατά τρόπο πολυθεϊστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυθεϊστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ειρηναίο Κ. Ασώπιο] … Dictionary of Greek
πολυθεώ — έω, Μ [πολύθεος] είμαι πολυθεϊστής … Dictionary of Greek
πολύθεος — η, ο / πολύθεος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλούς θεούς (α. «πολύθεη θρησκεία» β. «μηδ ἴδῃς μ ἐξ ἑδρῶν πολυθέων ῥυσιασθεῖσαν», Αισχύλ.) 2. αυτός που ανήκει σε πολλούς θεούς («πολυθεοτάτη γάρ, ὡς ὁρᾷς, ἡ ἐκκλησία», Λουκιαν.) 3. αυτός που πιστεύει … Dictionary of Greek